- πολιτογραφώ
- [политографо] р. принимать в подданство, натурализовать,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πολιτογραφώ — πολιτογραφῶ, έω, ΝΜΑ [πολιτογράφος] νεοελλ. 1. δίνω υπηκοότητα, εγγράφω αλλοδαπό στους πολίτες ενός κράτους 2. (το παθ.) πολιτογραφούμαι (για λέξη ή όρο) γίνομαι δόκιμος, εντάσσομαι οργανικά στο ισχύον γλωσσικό σύστημα αρχ. 1. κάνω κάποιον πολίτη … Dictionary of Greek
πολιτογραφώ — πολιτογραφώ, πολιτογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολιτογραφώ — πολιτογράφησα, πολιτογραφήθηκα, πολιτογραφημένος 1. κάνω κάποιον ξένο πολίτη ενός κράτους, δίνω υπηκοότητα σε κάποιον: Πολλοί μετανάστες πολιτογραφήθηκαν σε ξένα κράτη. 2. μτφ., καθιερώνω: Πολλές ξένες λέξεις πολιτογραφήθηκαν στη γλώσσα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπολιτογραφώ — ἐμπολιτογραφῶ ( έω) (Α) πολιτογραφώ, εγγράφω κάποιον ως πολίτη ή ως μέλος … Dictionary of Greek
πολιτογράφημα — τὸ, Μ [πολιτογραφώ] η πολιτογραφία … Dictionary of Greek
πολιτογράφηση — η, Ν η εγγραφή αλλοδαπού στα μητρώα τών πολιτών ενός κράτους και η παροχή ιθαγένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολιτογράφησις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
πολιτογραφία — ή, Α [πολιτογραφῶ] η εγγραφή κάποιου στους καταλόγους τών πολιτών («μετά δὲ τὴν πολιτογραφίαν τὴν ἐν τοῑς πόλεσι γενομένην», Διόδ.) … Dictionary of Greek
φυλετεύω — Α [φυλέτης] δέχομαι να συμπεριλάβω κάποιον στη φυλή, πολιτογραφώ … Dictionary of Greek